ΙΣΤΟΤΟΠΟΣ PROTOTHEMA.GR

Με το Ν. 5024/2023 που έχει τεθεί σε ισχύ από τις 24 Φεβρουαρίου 2023, ο περιλάλητος εξωδικαστικός μηχανισμός περί ρύθμισης οφειλών τροποποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό.

Μολονότι κατατέθηκε ως προσθήκη – τροπολογία στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Οικονομικών που συζητούνταν στη βουλή και αφορούσε τις «ρυθμίσεις για την εξαγορά κατεχομένων ακινήτων της ιδιοκτησίας της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου», η κοινωνική και νομική σημασία της συγκεκριμένης νομοθετικής πρωτοβουλίας είναι μεγάλη εάν λάβουμε υπόψη μας ότι οι «υπερχρεωμένοι» υπερβαίνουν τα 2.000.000 πρόσωπα (νοικοκυριά, ατομικές επιχειρήσεις και εταιρίες είτε ως πρωτοφειλέτες είτε ως εγγυητές στο πλαίσιο πάσης φύσεως χρηματοδοτικών προϊόντων είτε λόγω οφειλών στο Δημόσιο και στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης).
Γεγονός είναι ότι ο εξωδικαστικός μηχανισμός, μολονότι εισήχθη ως μοντέλο ρύθμισης των οφειλών με πανηγυρικούς τόνους, ήδη από το 2017, ουδόλως δικαίωσε μέχρι σήμερα τους εμπνευστές του. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι υπό τη μορφή που απέκτησε ο ανωτέρω «μηχανισμός» μετά το 2020 (στο πλαίσιο του Ν. 4738/2020) έχουν υπαχθεί σε αυτόν, αναδιαρθρώνοντας τις οφειλές τους, λιγότερα από 4000 πρόσωπα (φυσικά ή/και νομικά). Πενιχρότατο αποτέλεσμα εάν συνεκτιμήσουμε τόσο τον αριθμό των οφειλετών όσο και τους πόρους που δαπανήθηκαν τα τελευταία χρόνια για την εφαρμογή του συγκεκριμένου μηχανισμού και την ενημέρωση των πολιτών.

Το ερώτημα που εύλογα δημιουργείται είναι εάν ο εξωδικαστικός μηχανισμός, μετά την εν λόγω τροποποίηση, θα γίνει πιο αποτελεσματικός. Εάν θα μπορέσει να οδηγήσει κάθε ταλαιπωρημένο οφειλέτη σε απάνεμο λιμάνι και εάν ταυτόχρονα θα ικανοποιήσει τις εύλογες προσδοκίες των πιστωτών. Τούτο μπορεί να φαντάζει ουτοπικό αλλά δεν είναι. Σε πολλές χώρες του κόσμου υιοθετήθηκαν συναφή νομοθετικά εργαλεία για την αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους με μεγάλη επιτυχία. Αντιθέτως, φαντάζει δυστοπικό να αποτύχει η πολιτεία να βρει δίκαιη λύση σε ένα πρόβλημα που υπονομεύει την κοινωνική συνοχή και μπορεί να αποτελέσει δύναμη ανάσχεσης στην προσπάθεια ανάταξης της εθνικής οικονομίας.

Οι αλλαγές, λοιπόν, στη συγκεκριμένη μορφή ρύθμιση οφειλών είναι σημαντικές τόσο σε ποιοτικό επίπεδο όσο και σε ποσοτικό, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για «νέο εξωδικαστικό». Οι βασικότερες αλλαγές είναι οι ακόλουθες:

Πρώτον, παρέχεται η δυνατότητα στον οφειλέτη να μη διακινδυνεύσει να απωλέσει ήδη ρυθμισμένες οφειλές του. Δηλαδή μπορεί εντασσόμενος στον εξωδικαστικό μηχανισμό να ζητήσει να ρυθμίσει μέρος των οφειλών του διατηρώντας στο ακέραιο, ενήμερη ή ήδη ρυθμισμένη και ενήμερη οφειλή του, «υπό την προϋπόθεση ότι οι δόσεις του συνόλου των ενήμερων οφειλών του δεν αποκλίνουν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 15% από τη δόση που προκύπτει για αυτές από το υπολογιστικό εργαλείο». Η ανωτέρω προϋπόθεση δύναται να δημιουργήσει προβλήματα στην πράξη και δεν δικαιολογείται πειστικά, από δικαιοπολιτικής άποψης, η θέσπισή της.

Δεύτερο, σε περίπτωση περαίωσης της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθμισης ως άκαρπης, ο οφειλέτης δύναται εντός δέκα ημερών να καταθέσει αίτημα υποβολής σε διαμεσολάβηση. Ωστόσο, δυστυχώς, δεν προβλέπεται η άμεση εκκίνηση της ανωτέρω διαδικασίας που θα μπορούσε να συμβάλλει στη δημιουργική σύνθεση αντίθετων απόψεων. Προϋπόθεση τελικής υπαγωγής στη διαμεσολαβητική διαδικασία είναι η υπερψήφιση της πρότασης από την πλειοψηφία των χρηματοδοτικών φορέων (η πλειοψηφία δεν προκύπτει από τον αριθμό των φορέων, αλλά από τη συνάθροιση της αξίας των απαιτήσεών τους). Συνεπώς, στην πράξη, η διάταξη αυτή θα εφαρμοστεί ελάχιστα ή ίσως και καθόλου.

Τρίτη, και σημαντικότερη κατά την άποψη του υπογράφοντος είναι η θέσπιση της υποχρέωσης αιτιολόγησης της αρνητικής απόφασης για ρύθμιση των οφειλών τόσο για τους πιστωτές όσο και για τον οφειλέτη. Εντούτοις, η αιτιολόγηση αυτή ούτε εξατομικευμένη θα είναι ούτε προβλέπονται τυχόν κυρώσεις σε περίπτωση αναληθούς ή μη επαρκούς αιτιολόγησης για αμφότερα τα μέρη. Στην ουσία διαμορφώνεται ένας κατάλογος λόγων απόρριψης (με συμπράττουσες στη διαμόρφωσή του την Ελληνική Ένωση Τραπεζών και την Ένωση Εταιριών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις), ο οποίος στην πορεία μπορεί να επικαιροποιείται, τον οποίο θα μπορούν να επικαλούνται οι χρηματοδοτικοί φορείς. Το πιθανότερο είναι στην πράξη, να έχουμε γενικόλογες αναφορές αιτιολόγησης μη αποδοχής μιας πρότασης ρύθμισης, ενώ το γεγονός ότι τυχόν μια απάντηση δεν θα επαληθεύεται από τα πραγματικά δεδομένα της συγκεκριμένης υπόθεσης ουδόλως θα συνεπάγεται αυτόθροα την επιβολή κυρώσεων στους πιστωτές ή στον οφειλέτη. Σε κάθε περίπτωση, όμως, μια τέτοια απόφαση θα ελέγχεται πάντοτε υπό το πρίσμα της κακόπιστης και καταχρηστικής συμπεριφοράς και θα δύναται να ακυρωθεί από τα δικαστήρια.

Τέταρτον, ιδιαίτερα σημαντική είναι η μείωση του επιτοκίου της ρύθμισης οφειλών μέσω του εξωδικαστικού στο Δημόσιο και στα ασφαλιστικά ταμεία, σε σταθερό επιτόκιο 3%, αντί για το κυμαινόμενο Euribor + 5% (σήμερα ανέρχεται περίπου στο 7,6%).

Πέμπτον, καταργείται η ποινή πρόωρης προεξόφλησης ως προς τις οφειλές του Δημοσίου, η οποία ισούτο με το σύνολο των τόκων των δόσεων μέχρι και το τέλος της ρύθμισης. Αυτό που ουδόλως γίνεται κατανοητό είναι γιατί να παραμένει η ποινή προεξόφλησης για τις οφειλές στους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης!

Έκτον, εντάσσονται στη ρύθμιση και οφειλές υπέρ τρίτων. Τούτο συμβάλλει ουσιαστικά στη βιωσιμότητα μιας επιχείρησης, καθώς στην πράξη προκύπτει ότι σημαντικές οφειλές υπάρχουν και προς τους ΟΤΑ και προς τις δημοτικές επιχειρήσεις (λχ σε δημοτική επιχείρηση ύδρευσης και αποχέτευσης από μια ξενοδοχειακή επιχείρηση). Οι ανωτέρω οφειλές, βεβαιώνονται και εισπράττονται μέσω της ΑΑΔΕ και σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Συνεπώς, ήταν εξόχως αντιφατικό, οι ανωτέρω οφειλές να παράμεναν αρρύθμιστες και ληξιπρόθεσμες.
Έβδομον εντάσσονται στο ρυθμιστικό πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού και νομικά πρόσωπα που δεν επιδιώκουν οικονομικό σκοπό, αλλά έχουν οικονομική δραστηριότητα, όπως είναι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, αθλητικά σωματεία κλπ.

Για άλλη μια φορά βλέπουμε νομοθετικές πρωτοβουλίες που μολονότι κινούνται στη σωστή κατεύθυνση ο τρόπος που – εκουσίως – αποτυπώνονται στο νόμο οδηγεί στην πράξη στην αυτοακύρωσή τους ή σε μεγάλο βαθμό, στη συρρίκνωση της εμβέλειας του ρυθμιστικού τους πλαισίου. Το ζητούμενο είναι η πολιτεία να εποπτεύσει στενά όλους τους σημαντικούς φορείς που καλούνται να εφαρμόσουν το νέο νόμο (servicers, ΑΑΔΕ, ΚΕΑΟ κλπ) και να παρεμβαίνει ουσιαστικά όταν οποιοσδήποτε θέτει τροχοπέδη στην προσπάθεια επίλυσης ενός ακανθώδους προβλήματος.